- Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός
- (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο Καίσαρ (44 π.Χ.), ο A., που ήταν τότε 19 χρονών, επέστρεψε βιαστικά από την Ήπειρο για να διεκδικήσει τη διαδοχή εναντίον των επανειλημμένων αποπειρών του ευφυέστερου από τους υπαρχηγούς του Καίσαρα, του Αντωνίου, να του πάρει τη θέση του. Με μεγάλη επιτηδειότητα ο A. κατόρθωσε να εξασφαλίσει ταυτόχρονα τη βοήθεια των απομάχων, που τους προσέλκυσε με το μέρος του παίρνοντας το όνομα του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα Οκταβιανού, και τη συνδρομή της ολιγαρχίας των συγκλητικών, η οποία έλπιζε, βοηθώντας τον, να τον χρησιμοποιήσει με τη σειρά της για να αποκαταστήσει τα πρωτεία της, που είχαν παραμεριστεί από την ισχυρή προσωπικότητα του Καίσαρα και αργότερα από τις εξτρεμιστικές τάσεις του Αντωνίου. Το 43 π.Χ. τού ανέθεσαν τη διοίκηση ενός στρατού της Συγκλήτου με τον οποίο κινήθηκε τον μήνα Απρίλιο εναντίον του Αντωνίου, τον οποίο κατατρόπωσε κάτω από τα τείχη της Μοντένα. Όταν όμως ο A. κατάλαβε ότι οι προσπάθειές του είχαν αποτέλεσμα την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών προς αποκλειστικό όφελος της Συγκλήτου, που είχε αρχίσει να ανακτά την υπεροχή της ήρθε σε συμφωνία με τον Αντώνιο και τον Λέπιδο και εγκαθίδρυσε τη δεύτερη Τριανδρία το φθινόπωρο του 43. Σε αντίθεση με την πρώτη, που ήταν μία απλή ιδιωτική συμφωνία μεταξύ τριών ισχυρών αντρών, η δεύτερη αυτή Τριανδρία έγινε μια αυθεντική κρατική διοίκηση με εξουσίες ανώτερες από εκείνες που διάθεταν οι άλλες διοικήσεις, αναγνωρισμένη από τη Σύγκλητο και από τον λαό και η οποία αποκάλυπτε ήδη τις ηγεμονικές προθέσεις του A. Ο τελευταίος χρησιμοποίησε τη νέα αυτή δύναμη για να αναλάβει αγώνα με όλα τα μέσα εναντίον του δημοκρατικού κόμματος που είχε αρχηγούς τους δολοφόνους του Καίσαρα. Όμως, μετά την οριστική νίκη που κέρδισε στους Φιλίππους (42 π.Χ.) και μετά το μοίρασμα της αυτοκρατορίας, οπότε έδωσε την Ανατολή στον Αντώνιο κρατώντας για τον εαυτό του τη Δύση, ο A. κατάλαβε ότι για να πετύχει στις επιδιώξεις του έπρεπε να ανακτήσει τη συνδρομή της Συγκλήτου, γι’ αυτό και εγκαινίασε μια πολιτική η οποία τουλάχιστον φαινομενικά σεβόταν τους δημοκρατικούς θεσμούς. Για να πραγματοποιήσει το σχέδιο που απέβλεπε στην εγκαθίδρυση μοναρχικού καθεστώτος, άρχισε να εξαφανίζει όλες τις εστίες διαίρεσης που είχαν αφήσει οι προηγούμενες εμφύλιες διαμάχες. Κατέστειλε την εξέγερση του Λούκιου Αντώνιου, αδελφού του μέλους της Τριανδρίας (Περούτζια, 40 π.Χ.)· για να αποφύγει μια νέα ρήξη με τον Αντώνιο, του έδωσε σε γάμο την αδελφή του Οκταβία· έκανε μαζί με τον Αντώνιο μια νικηφόρο εκστρατεία εναντίον του Σίξτου Πομπήιου, η οποία του εξασφάλισε την κυριαρχία της Μεσογείου, της Σικελίας και της Σαρδηνίας· και στο τέλος στράφηκε εναντίον του ίδιου του Αντώνιου, τελευταίου αντιπάλου, ο οποίος εξαιτίας των ραδιουργιών του με την Κλεοπάτρα είχε καταγγελθεί ως εχθρός της πατρίδας και γι’ αυτό στην αρχή δεν είχαν ανανεωθεί οι εξουσίες του στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας· στη συνέχεια κηρύχτηκε ανοιχτός πόλεμος εναντίον του ο οποίος έληξε με μια εύκολη νίκη εναντίον του ρωμαιο-αιγυπτιακού στόλου του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας κατά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Αφού έμεινε κύριος της κατάστασης και γιόρτασε το 30 π.Χ. τριπλό θρίαμβο, έκλεισε τις πόρτες του ναού του Ιανού.
Ο Α. αποκάλυψε την πολιτική του ιδιοφυΐα, όταν κατόρθωσε να συγκεντρώσει όλη την εξουσία στο πρόσωπό του, μολονότι διατήρησε όλους τους θεσμούς της δημοκρατίας, για να μην πληγώσει την ευαισθησία της Συγκλήτου και να μη θεωρηθεί ύποπτος για δικτατορικές βλέψεις. Του ανατέθηκε το αξίωμα του υπάτου ισοβίως, το οποίο του εξασφάλισε την αρχηγία του στρατού και του στόλου, καθώς και το δημαρχικό αξίωμα, που, δίνοντάς του την ευχέρεια του βέτο, τον έκανε ανώτερο από κάθε άλλον κρατικό λειτουργό και απαραβίαστο. Έλαβε επίσης το ανώτατο ποντιφικό αξίωμα, που του έδωσε μεγαλύτερη αίγλη. Όταν δέχτηκε έπειτα τον τίτλο του Α. (Augustus = Σεβαστός, 27 π.Χ.), περιβλήθηκε με φωτοστέφανο ημίθεου, που του δημιούργησε ένα θρησκευτικό υπόβαθρο και έδωσε οριστική υπόσταση στα σχέδιά του για την επιβολή της προσωπικής εξουσίας. Το 2 π.Χ. η Σύγκλητος του απένειμε και τον τιμητικό τίτλο pater patriae (πατέρας της πατρίδας).
Ο μοναδικός τίτλος που ο Α. αρνήθηκε πάντοτε να δεχτεί ήταν εκείνος του δικτάτορα, επειδή, προικισμένος με ξεχωριστή πολιτική ευαισθησία, είχε καταλάβει ότι ο λαός και η Σύγκλητος της Ρώμης δεν θα ανέχονταν τη δικτατορία. Επίσης με επιδεξιότητα και μετριοπάθεια επιδίωξε να ανυψώσει τη Σύγκλητο στην αρχαία της λαμπρότητα· για να φτάσει ακίνδυνα σε αυτό τον σκοπό, αφού κατέκτησε την αυτοκρατορία με τις λεγεώνες, την κυβέρνησε με τη βοήθεια της Συγκλήτου, που κι αυτήν με τη σειρά της, μολονότι επιφορτισμένη με τις μεγαλύτερες κυβερνητικές ευθύνες, την κυβερνούσε με σύνεση ο Α.
Για τον Α. έχει ορθά λεχθεί ότι θέλησε να κυβερνήσει με τη λογική έναν λαό υποταγμένο με τη δύναμη, κάνοντάς τον να γλιστρήσει ανεπαίσθητα από την ελευθερία στην τυραννία. Στην πραγματικότητα, η μετριοπάθεια ήταν στην ίδια του τη φύση, παρότι το ξεκίνημά του για την εξουσία έγινε μέσα σε σκληρούς αγώνες και αιματηρούς πολέμους. Και μόνο με τη μετριοπάθεια, σε συνδυασμό και με άλλα εξαιρετικά κυβερνητικά προτερήματα, μπόρεσε o Α. να απαλλάξει τον ρωμαϊκό λαό από τους εμφύλιους πολέμους.
Πραγματοποιώντας το σχέδιο οργάνωσης της αυτοκρατορίας, που επεκτεινόταν με ταχύ ρυθμό, ο Α. επέφερε ριζική διοικητική μεταρρύθμιση: άρχισε την πολεοδομική αναμόρφωση της Ρώμης με ένα ρυθμιστικό σχέδιο, διαιρώντας την πόλη, που αναπτυσσόταν ακανόνιστα, σε συνοικίες και σε δρόμους· διαίρεσε την Ιταλία σε 11 περιοχές· τη Γαλατία σε τρεις επαρχίες (Ακουιτανία, Λουγδουνική Γαλατία και Βελγική Γαλατία)· διαίρεσε τις επαρχίες σε συγκλητικές, εκείνες στις οποίες επικρατούσε περισσότερη ησυχία, και τη διοίκησή τους ανέθετε σε ανθυπάτους εκλεγμένους από τη Σύγκλητο, και σε αυτοκρατορικές, που ήταν επαρχίες των συνόρων· όρισε την Αίγυπτο προσωπική ιδιοκτησία του αυτοκράτορα και την εμπιστεύτηκε σε έναν νομάρχη. Αύξησε σε 10 τον αριθμό των πραιτόρων και σε 20 τον αριθμό των ταμιών, δημιουργώντας έτσι μια τάξη ικανών και έμπειρων υπαλλήλων· ίδρυσε μια κρατική ταχυδρομική υπηρεσία και εγκαινίασε τη συστηματοποίηση και τη συμπλήρωση του οδικού δικτύου μεγάλης κυκλοφορίας, έργο που ανέθεσε στον Αγρίππα. Πραγματοποίησε επίσης μια επιβλητική δημοσιονομική και φορολογική μεταρρύθμιση: κοντά στο δημόσιο ταμείο, ίδρυσε ένα αυτοκρατορικό ταμείο, προσωπικό ταμείο του αυτοκράτορα για τον στρατό και τον στόλο· αναδιοργάνωσε το φορολογικό σύστημα· δημιούργησε μια ισχυρή γραφειοκρατία αναμορφώνοντας τους κρατικούς οργανισμούς. Ευνόησε τη μικρή ιδιοκτησία, εξέδωσε νόμους για τη βελτίωση των ηθών· ανανέωσε τη Σύγκλητο μειώνοντας τα μέλη της από 1.000 σε 600· συνέβαλε στη δημιουργία μιας νέας ηγετικής τάξης. Ισχυροποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις, δημιουργώντας έναν μόνιμο στρατό από 25 λεγεώνες, που στάθμευαν μόνιμα στις επαρχίες των συνόρων, και σχηματίζοντας ένα μόνιμο πολεμικό στόλο, διαιρεμένο μόνο σε τέσσερις ναυτικές βάσεις, από τις οποίες δύο βρίσκονταν στην Ιταλία, στη Ραβένα και στο Μισηνό Ακρωτήριο. Με τις δυνάμεις αυτές κατόρθωσε να συγκρατήσει τη γερμανική πίεση που μεγάλωνε, στα βόρεια σύνορα και να εξασφαλίσει στην αυτοκρατορία σταθερά στρατηγικά σύνορα, διορίζοντας στρατηγούς, τον θετό γιο του Τιβέριο και τον αδελφό του τελευταίου Δρούσο, οι οποίοι έφτασαν έως τον Δούναβη και τον Έλβα. Αργότερα μετά τον θάνατο του Δρούσου, ο Τιβέριος υποχρεώθηκε να υπερασπίσει τα σύνορα της αυτοκρατορίας κατά των βαρβαρικών εισβολών και, μετά την ήττα του Βάρου, κατά των βόρειων εξεγέρσεων. Έπειτα από αιώνες συνεχών εμφύλιων αγώνων, που είχαν συνοδεύσει την ανάπτυξη της Ρώμης, ο Α. πέτυχε τελικά να εξασφαλίσει στο εσωτερικό μια μακρά περίοδο ειρήνης και να εμφανιστεί ως θεμελιωτής της pax romana (ρωμαϊκή ειρήνη) που εκτεινόταν σε ολόκληρη την οικουμένη. Βοηθούμενος από άξιους και πιστούς υπουργούς, όπως ο Μαικήνας και ο Αγρίππας, βοήθησε στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών προστατεύοντας λογοτέχνες και καλλιτέχνες, και άλλαξε την οικοδομική εμφάνιση της Ρώμης, τόσο που να μπορούσε να λέει προς το τέλος της ζωής του ότι άφηνε μαρμάρινη μια πόλη που είχε παραλάβει πέτρινη. Ο Α. υπέδειξε ως διάδοχό του πρώτα τον στρατηγό Αγρίππα, που όμως πέθανε πριν απο αυτόν, έπειτα τον θετό γιο του Τιβέριο, εγκαινιάζοντας έτσι και τυπικά την αυτοκρατορική περίοδο. Μετά τον θάνατό του, ο Α. θεοποιήθηκε και η λατρεία του, που καθιερώθηκε επίσημα μαζί με τη λατρεία της θεάς Ρώμης, αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον θρησκευτικό δεσμό ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Άφησε μία αυτοβιογραφία του, ως πνευματική διαθήκη, που διέταξε να χαραχτεί σε δύο χάλκινες στήλες στο Πεδίο του Άρεως στη Ρώμη και που φυλάσσεται σήμερα χαραγμένη σε μια στήλη, που βρέθηκε στην Άγκυρα (Τουρκία) και ονομάζεται γι’ αυτόν τον λόγο Monumentum Ancyranum (Μνημείο της Αγκύρας).
Ο Αύγουστος, όπως πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες, τάφηκε σε μαυσωλείο στη Ρώμη, το οποίο χρονολογείται από το 28 π.Χ. και σώζεται μέχρι σήμερα, αρκετά καλά διατηρημένο.
Προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.